- ιχνογράφημα
- τοη παράσταση μιας μορφής ή ενός αντικειμένου με γραμμές, σχεδίασμα, σκίτσο, ζωγραφιά με μολύβι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνογραφῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Λέοντα Μελά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιχνογράφημα — το, ατος σχεδίασμα, σκίτσο: Ελεύθερα ιχνογραφήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρακογραφία — η (Μ ἀνθρακογραφία) νεοελλ. ιχνογράφηση με ειδικόν άνθρακα των ζωγράφων, κάρβουνο μσν. πρόχειρο ιχνογράφημα, σχεδίαση περιγράμματος με άνθρακα … Dictionary of Greek
ιχνογραφία — ἡ (Α ἰχνογραφία) [ιχνογράφος] παράσταση ενός θέματος με γραμμές και χωρίς χρώματα, σχεδίασμα, ιχνογράφημα νεοελλ. 1. το σχετικό μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία 2. το μαθητικό τετράδιο ή βιβλίο που περιέχει ασκήσεις ή υποδείγματα ιχνογράφησης … Dictionary of Greek
μονόγραμμος — η, ο (Α μονόγραμμος, ον) αυτός που αποτελείται από μία μόνο γραμμή αρχ. 1. (για ζωγραφιά) αυτή που σύγκειται μόνο, από γραμμές ιχνογράφημα, σκίτσο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόγραμμον είδος ιχνογραφήματος που αποτελείται μόνο από γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
περιγραφή — (σχήματος σε άλλο σχήμα). Ο όρος χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Αν δοθεί στο επίπεδο ένα ν γωνο (*πολύγωνο) τίθεται το πρόβλημα: να περιγραφεί το ν γωνο σε κύκλο και το πρόβλημα: να περιγραφεί κύκλος στο ν γωνο. Το πρώτο σημαίνει: να… … Dictionary of Greek
σκάριφος — ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Α πρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημα νεοελλ. σκαριφητήρας, ξαριστής αρχ. 1. σχέδιο για ένα κτήριο 2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε… … Dictionary of Greek
σκαρίφημα — το, ΝΜΑ [σκαριφῶμαι] νεοελλ. 1. ελαφρό και πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο, σκίτσο 2. παλαιότερη ονομασία τού χρονογραφήματος, αλλ. σκαλάθυρμα μσν. αρχ. ξύσιμο, σκαριφησμός* … Dictionary of Greek
σκιαγράφημα — το, ΝΑ, και σκιογράφημα Α [σκιαγραφώ] 1. ιχνογράφημα με φωτοσκιάσεις 2. (γενικά) εικόνα που παριστάνει πρόσωπο ή πράγμα με τις κυριότερες και απλούστερες γραμμές του, σκαρίφημα, σκίτσο νεοελλ. 1. (καλ. τέχν.) η σκιαγραφία 2. (μαθ. φυσ.) το προϊόν … Dictionary of Greek
Ήρων ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.).Μαθηματικός και μηχανικός της αρχαιότητας. Ο Ή. είναι πολύ γνωστός από τα έργα του στη γεωδαισία, στη μηχανική, στην υδραυλική, στη γεωμετρία και στην οπτική, από τα οποία άλλα διασώθηκαν στο πρωτότυπο και άλλα μας… … Dictionary of Greek
σκαρίφημα — το, ατος 1. πρόχειρο ιχνογράφημα, σχέδιο. 2. πρόχειρο λογοτεχνικό έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)